πίληση — η / πίλησις, ήσεως, Ν ΜΑ [πιλώ (Ι)] η τέχνη τής κατασκευής πιλημάτων, το ξάσιμο, ο καθαρισμός και η συγκόλληση με πίεση βρεγμένου μαλλιού και τριχών ζώων με τη χρησιμοποίηση και άλλων ουσιών αρχ. 1. η συμπύκνωση, η στερεοποίηση, κυρίως η συστολή… … Dictionary of Greek
πιλητός — ή, όν, Α [πιλώ (Ι)] 1. (για ενδύματα και υφάσματα) κατασκευασμένος από πίλημα ή με πίληση 2. αυτός που μπορεί να υποστεί πίληση, συμπιεστός … Dictionary of Greek
πίλωσις — ώσεως, ἡ, Α [πιλώ (II)] η πίληση … Dictionary of Greek
πιλητικός — ή, όν, Α [πιλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίληση 2. (για το ψύχος) εκείνος που προκαλεί συμπύκνωση 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιλητική η τέχνη τού πιλητή … Dictionary of Greek